bailiff$6631$ - translation to ελληνικό
Diclib.com
Λεξικό ChatGPT
Εισάγετε μια λέξη ή φράση σε οποιαδήποτε γλώσσα 👆
Γλώσσα:     

Μετάφραση και ανάλυση λέξεων από την τεχνητή νοημοσύνη ChatGPT

Σε αυτήν τη σελίδα μπορείτε να λάβετε μια λεπτομερή ανάλυση μιας λέξης ή μιας φράσης, η οποία δημιουργήθηκε χρησιμοποιώντας το ChatGPT, την καλύτερη τεχνολογία τεχνητής νοημοσύνης μέχρι σήμερα:

  • πώς χρησιμοποιείται η λέξη
  • συχνότητα χρήσης
  • χρησιμοποιείται πιο συχνά στον προφορικό ή γραπτό λόγο
  • επιλογές μετάφρασης λέξεων
  • παραδείγματα χρήσης (πολλές φράσεις με μετάφραση)
  • ετυμολογία

bailiff$6631$ - translation to ελληνικό

MANAGER, OVERSEER OR CUSTODIAN – A LEGAL OFFICER TO WHOM SOME DEGREE OF AUTHORITY OR JURISDICTION IS GIVEN
Bailiffs; Bum bailiff; Court officer; High Bailiff of Westminster; Bailif; Baiulus; Bailiff of Bedford; Non-certificated bailiffs; Bailiffship; Baljuw; Baliff; Court bailiff (Poland); Court Bailiff in Poland; Enforcement agent; Court bailiff; Grand Bailiff; Bajulus; Magistrates' bailiff; Grand bailiff
  • Bailiff's notice on boarded-up premises, London, 2015

bailiff      
n. δικαστικός κλητήρ, δικαστικός κλητήρας

Ορισμός

bailiff
n. 1) a court official, usually a deputy sheriff, who keeps order in the courtroom and handles various errands for the judge and clerk. 2) in some jurisdictions, a person appointed by the court to handle the affairs of an incompetent person or to be a "keeper" of goods or money pending further order of the court. "Bailiff" has its origin in Old French and Middle English for custodian, and in the Middle Ages was a significant position in the English court system. The word "bailiwick" originally meant the jurisdictional territory of a bailiff.

Βικιπαίδεια

Bailiff

A bailiff (from Middle English baillif, Old French baillis, bail "custody") is a manager, overseer or custodian – a legal officer to whom some degree of authority or jurisdiction is given. Bailiffs are of various kinds and their offices and duties vary greatly.

Another official sometimes referred to as a bailiff was the Vogt. In the Holy Roman Empire a similar function was performed by the Amtmann.